ενοχος

ενοχος
    ἔνοχος
    ἔν-οχος
    2
    1) подверженный, подлежащий
    

(ζημίαις πάσαις Lys.; ταῖς μεγίσταις τιμωρίαις Dem.)

    ἔ. θανάτου Diod. — подлежащий смертной казни;
    ἔ. τῇ παροιμίᾳ, ἐν ἦ φαμέν … Arst. — к нему можно применить пословицу, в которой говорится …;
    τοιαύταις δόξαις γεγένηνται ἐνοχοι Arst. — они прониклись такого же рода мнениями;
    πᾶσι τούτοις ἔνοχοι τυγχάνουσιν Isocr. — они оказываются в этом именно положении;
    ἔ. νόμῳ Plat., Arst., Dem.; — подвластный закону

    2) (тж. ἔ. τῇ αἰτίᾳ Arst.) (за что-л.) ответственный, повинный, виновный
    

(τινι, реже τινος Lys., Plat., Arst., Dem., редко περί τι Arst.)

    κατὰ πάντ΄ ἔ. ὢν τῇ γραφῇ Aeschin. — признанный виновным по всем пунктам обвинения


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ενοχος" в других словарях:

  • ἔνοχος — held in masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένοχος — η, ο (AM ἔνοχος, ον) 1. αυτός που μπορεί να κατηγορηθεί για αξιόποινη πράξη («ένοχος κλοπής») 2. αυτός που έχει διαπράξει αθέμιτη ή αξιόποινη πράξη νεοελλ. 1. αθέμιτος, παράνομος («ένοχες σχέσεις») 2. ό,τι δείχνει ενοχή, καθετί ενοχοποιητικό… …   Dictionary of Greek

  • ένοχος — η, ο 1. που ενέχεται σε αξιόποινη πράξη, που έκανε σφάλμα ή έγκλημα: Ένοχος κλοπής. 2. ενοχοποιητικός, ύποπτος, μη αθώος, αθέμιτος: Ένοχη σιωπή. – Ένοχες σχέσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔνοχον — ἔνοχος held in masc/fem acc sg ἔνοχος held in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνόχοις — ἔνοχος held in masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνόχου — ἔνοχος held in masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνόχους — ἔνοχος held in masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνόχων — ἔνοχος held in masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνόχῳ — ἔνοχος held in masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνοχα — ἔνοχος held in neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνοχοι — ἔνοχος held in masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»